lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μονάδα στα πορτογαλικά

Λέξη:
μονάδα (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (9):
individuo, indivíduo, personalidade, pessoa, sujeito, unidade, um, uma, união
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά μονάδα, μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων, μονάδα σημασιολογικού ιστού, μονάδα οικογενειακής θεραπείας παγκράτι, μονάδα οικογενειακής θεραπείας, μονάδα μέτρησης πόνου, μονάδα στα πορτογαλικά, individuo στα ελληνικά
μονάδα στα πορτογαλικά