lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δουλειά στα δανική

Λέξη:
δουλειά (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (41):
affære, anliggende, anmodning, arbejd, arbejde, attrå, bedrift, beliggenhed, beskæftigelse, beslag, bestilling, besættelse, butik, efterspørgsel, embede, fordre, fordring, formål, forretning, fortjeneste, gage, gagen, handel, hensigt, interesse, job, jobbe, krav, løn, mål, opgave, post, problem, rente, sag, sak, stilling, sysle, værk, ærende, ønske
Σχετικές λέξεις:
δανική δουλειά, δουλειά στο εξωτερικό, δουλειά στην γερμανία, δουλειά στην αυστραλία, δουλειά στην αυστρία, δουλειά στην αθήνα, δουλειά στα δανική, affære στα ελληνικά
δουλειά στα δανική