lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δουλειά στα βουλγαρικά

Λέξη:
δουλειά (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (13):
дело, доход, задача, занимание, занятие, лихва, магазин, нужда, проблема, работа, сделка, труд, търговия
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά δουλειά, δουλειά στο εξωτερικό, δουλειά στην γερμανία, δουλειά στην αυστραλία, δουλειά στην αυστρία, δουλειά στην αθήνα, δουλειά στα βουλγαρικά, дело στα ελληνικά
δουλειά στα βουλγαρικά