lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δουλειά στα ρωσικά

Λέξη:
δουλειά (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (22):
востребование, выигрыш, дело, должность, доход, задавание, задание, задача, занятие, занятость, заработок, интерес, конфискация, место, положение, пост, предпосылка, просьба, работа, требование, труд, трудоустройство
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά δουλειά, δουλειά στο εξωτερικό, δουλειά στην γερμανία, δουλειά στην αυστραλία, δουλειά στην αυστρία, δουλειά στην αθήνα, δουλειά στα ρωσικά, востребование στα ελληνικά
δουλειά στα ρωσικά