lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δουλειά στα λευκορωσίας

Λέξη:
δουλειά (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (17):
абавязак, абавязкі, заданне, задача, занятак, занятасць, крама, лава, пасада, патрабаванне, плошта, пошта, работа, служба, трэбаванне, увага, інтарэс
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας δουλειά, δουλειά στο εξωτερικό, δουλειά στην γερμανία, δουλειά στην αυστραλία, δουλειά στην αυστρία, δουλειά στην αθήνα, δουλειά στα λευκορωσίας, абавязак στα ελληνικά
δουλειά στα λευκορωσίας