lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κέρδος στα δανική

Λέξη:
κέρδος (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (10):
fortjeneste, indkomst, indtægt, benytte, bruge, fordel, fortrin, gevinst, nytte, vinding
Σχετικές λέξεις:
δανική κέρδος, κέρδος στο internet, κέρδος ορισμός, κέρδος κεραίας, κέρδος κάθε εβδομάδα, κέρδος εφημερίδα, κέρδος στα δανική, fortjeneste στα ελληνικά
κέρδος στα δανική