lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κέρδος στα γερμανικά

Λέξη:
κέρδος (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (12):
ausbeute, einkommen, einnahme, erlös, ertrag, gewinn, interesse, nutzen, plus, profit, verdienst, vorteil
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά κέρδος, κέρδος στο internet, κέρδος ορισμός, κέρδος κεραίας, κέρδος κάθε εβδομάδα, κέρδος εφημερίδα, κέρδος στα γερμανικά, ausbeute στα ελληνικά
κέρδος στα γερμανικά