lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κέρδος στα πορτογαλικά

Λέξη:
κέρδος (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (20):
beneficio, benefício, empregar, ganhar, ganho, ganância, logro, lucrar, lucro, proveito, provento, receita, renda, render, rendimento, rédito, usar, utilizar, vantagem, ventara
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά κέρδος, κέρδος στο internet, κέρδος ορισμός, κέρδος κεραίας, κέρδος κάθε εβδομάδα, κέρδος εφημερίδα, κέρδος στα πορτογαλικά, beneficio στα ελληνικά
κέρδος στα πορτογαλικά