lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κέρδος στα ουκρανικά

Λέξη:
κέρδος (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (14):
ввезення, вигода, відсоток, доход, дохід, зиск, зручність, користь, послуга, прибутки, прибуток, приріст, процентний, рахунок
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κέρδος, κέρδος στο internet, κέρδος ορισμός, κέρδος κεραίας, κέρδος κάθε εβδομάδα, κέρδος εφημερίδα, κέρδος στα ουκρανικά, ввезення στα ελληνικά
κέρδος στα ουκρανικά