lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κέρδος στα τσεχική

Λέξη:
κέρδος (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (20):
důchod, hlášení, použít, používat, prospěch, přednost, převaha, příjem, upotřebit, užitek, užít, využít, využívat, výdělek, výhoda, výkaz, výnos, zisk, zpráva, zájem
Σχετικές λέξεις:
τσεχική κέρδος, κέρδος στο internet, κέρδος ορισμός, κέρδος κεραίας, κέρδος κάθε εβδομάδα, κέρδος εφημερίδα, κέρδος στα τσεχική, důchod στα ελληνικά
κέρδος στα τσεχική