lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κέρδος στα ιταλικά

Λέξη:
κέρδος (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (24):
adoperare, beneficio, convenienza, entrata, favore, frutto, gettito, giovamento, guadagno, incasso, lucro, prodotto, profitto, provento, reddito, rendita, ricavato, ricavo, tornaconto, usare, uso, utile, utilizzare, vantaggio
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά κέρδος, κέρδος στο internet, κέρδος ορισμός, κέρδος κεραίας, κέρδος κάθε εβδομάδα, κέρδος εφημερίδα, κέρδος στα ιταλικά, adoperare στα ελληνικά
κέρδος στα ιταλικά