lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συμφορά στα δανική

Λέξη:
συμφορά (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (11):
elendighed, hungersnød, kalamitet, katastrofe, nederlag, skade, smerte, tragedie, uflaks, ulykke, utur
Σχετικές λέξεις:
δανική συμφορά, συμφορά συνώνυμα, συμφορά ατυχήματα με τα ρούχα σε live εκπομπη με πρωταγωνιστές διάσημους, συμφορά από το πολύ μυαλό υπόθεση, συμφορά από το πολύ μυαλό, συμφορά στα δανική, elendighed στα ελληνικά
συμφορά στα δανική