lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συμφορά στα νορβηγικά

Λέξη:
συμφορά (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (12):
elendighet, hungersnød, kalamitet, katastrofe, nederlag, skade, smerte, uflaks, uhell, ulykke, utur, vanhell
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά συμφορά, συμφορά συνώνυμα, συμφορά ατυχήματα με τα ρούχα σε live εκπομπη με πρωταγωνιστές διάσημους, συμφορά από το πολύ μυαλό υπόθεση, συμφορά από το πολύ μυαλό, συμφορά στα νορβηγικά, elendighet στα ελληνικά
συμφορά στα νορβηγικά