lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συμφορά στα βουλγαρικά

Λέξη:
συμφορά (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (7):
бедствие, злополука, катастрофа, крушение, поражение, зло, трагедия
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά συμφορά, συμφορά συνώνυμα, συμφορά ατυχήματα με τα ρούχα σε live εκπομπη με πρωταγωνιστές διάσημους, συμφορά από το πολύ μυαλό υπόθεση, συμφορά από το πολύ μυαλό, συμφορά στα βουλγαρικά, бедствие στα ελληνικά
συμφορά στα βουλγαρικά