lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συμφορά στα πορτογαλικά

Λέξη:
συμφορά (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
calamidade, cataclismo, catástrofe, coita, derrota, desastre, desventura, fome, infortúnio, miséria, tragedia
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά συμφορά, συμφορά συνώνυμα, συμφορά ατυχήματα με τα ρούχα σε live εκπομπη με πρωταγωνιστές διάσημους, συμφορά από το πολύ μυαλό υπόθεση, συμφορά από το πολύ μυαλό, συμφορά στα πορτογαλικά, calamidade στα ελληνικά
συμφορά στα πορτογαλικά