lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: επωφελούμαι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
benefit, exercise, profit, use
επωφελούμαι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
použít, používat, prospívat, spotřebovat, upotřebit, užít, užívat, využít, využívat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anwenden, benutzen, nutzen, profitieren, verwenden
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
benytte, bruge, profitere
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aprovechar, disfrutar, emplear, gozar, usar, utilizar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bénéficier, jouir, profiter, user, utiliser
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
adoperare, approfittare, beneficiare, profittare, usare, uso, usufruire, utilizzare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
benytte, bruke
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
использовать, пользовать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
använda, användande, utnyttjande
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kasutama
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hyötyä, käytellä, käyttää
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
naudoti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
empregar, lucrar, usar, utilizar
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
profita
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
korzystać

Σχετικές λέξεις

επωφελούμαι english, επικαλούμαι συνώνυμα, επωφελούμαι τινόσ, επωφελούμαι κλιση, επωφελούμαι αντιθετο, επωφελούμαι μεταφραση, επωφελούμαι αγγλικα, επωφελούμαι από