lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

όφελος στα ισπανικά

Λέξη:
όφελος (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (17):
beneficio, emplear, exclusiva, fruta, ganancia, ganar, interés, logro, lucro, privilegio, pro, provecho, rendimiento, usar, utilizar, ventaja, zumo
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά όφελος, όφελος όφελος, όφελος ωφελώ, όφελος συνώνυμα, όφελος κλίση, όφελος και όφελος, όφελος στα ισπανικά, beneficio στα ελληνικά
όφελος στα ισπανικά