lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

όφελος στα δανική

Λέξη:
όφελος (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (12):
benytte, bruge, fordel, forrette, fortjeneste, fortrin, gevinst, gode, nytte, privilegium, prærogativ, rettighed
Σχετικές λέξεις:
δανική όφελος, όφελος όφελος, όφελος ωφελώ, όφελος συνώνυμα, όφελος κλίση, όφελος και όφελος, όφελος στα δανική, benytte στα ελληνικά
όφελος στα δανική