lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

όφελος στα ιταλικά

Λέξη:
όφελος (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (15):
adoperare, beneficio, convenienza, favore, giovamento, guadagno, prerogativa, privilegio, profitto, tornaconto, usare, uso, utile, utilizzare, vantaggio
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά όφελος, όφελος όφελος, όφελος ωφελώ, όφελος συνώνυμα, όφελος κλίση, όφελος και όφελος, όφελος στα ιταλικά, adoperare στα ελληνικά
όφελος στα ιταλικά