lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

όφελος στα πορτογαλικά

Λέξη:
όφελος (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (16):
beneficio, benefício, empregar, ganho, ganância, indulto, logro, lucrar, lucro, privilegio, privilégio, proveito, usar, utilizar, vantagem, ventara
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά όφελος, όφελος όφελος, όφελος ωφελώ, όφελος συνώνυμα, όφελος κλίση, όφελος και όφελος, όφελος στα πορτογαλικά, beneficio στα ελληνικά
όφελος στα πορτογαλικά