lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

όφελος στα φινλανδικά

Λέξη:
όφελος (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (10):
etu, etuus, edullisuus, hyöty, käytellä, käyttää, voitto, erikoisetu, erioikeus, etuoikeus
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά όφελος, όφελος όφελος, όφελος ωφελώ, όφελος συνώνυμα, όφελος κλίση, όφελος και όφελος, όφελος στα φινλανδικά, etu στα ελληνικά
όφελος στα φινλανδικά