lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μεραρχία στα ρωσικά

Λέξη:
μεραρχία (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (12):
вскрытие, деление, дивизия, купе, отдел, отделение, отрасль, отряд, подразделение, разделение, распределение, секция
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά μεραρχία, μεραρχία τζούλια, μεραρχία ρόδου, μεραρχία πινερόλο, μεραρχία κρητών, μεραρχία καβάλας, μεραρχία στα ρωσικά, вскрытие στα ελληνικά
μεραρχία στα ρωσικά