lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μοιράζω στα λευκορωσίας

Λέξη:
μοιράζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (5):
размяркоўваць, аддаваць, далучацца, падзяляць, раздзяляць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας μοιράζω, συνώνυμο μοιράζω, μοιράζω φυλλάδια, μοιράζω φιλιά στίχοι, μοιράζω φιλιά download, μοιράζω φιλιά, μοιράζω στα λευκορωσίας, размяркоўваць στα ελληνικά
μοιράζω στα λευκορωσίας