lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μοιράζω στα γερμανικά

Λέξη:
μοιράζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (16):
aufteilen, ausgeteilt, austeilen, dividieren, geben, gliedern, scheiden, spalten, spenden, teilen, trennen, vergaß, vergeben, verteilen, zerlegen, zuteilen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά μοιράζω, συνώνυμο μοιράζω, μοιράζω φυλλάδια, μοιράζω φιλιά στίχοι, μοιράζω φιλιά download, μοιράζω φιλιά, μοιράζω στα γερμανικά, aufteilen στα ελληνικά
μοιράζω στα γερμανικά