lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μοιράζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
μοιράζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
apartar, compartir, desmembrar, desunir, distribuir, dividir, partir, racionar, repartir, segregar, separar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά μοιράζω, συνώνυμο μοιράζω, μοιράζω φυλλάδια, μοιράζω φιλιά στίχοι, μοιράζω φιλιά download, μοιράζω φιλιά, μοιράζω στα πορτογαλικά, apartar στα ελληνικά
μοιράζω στα πορτογαλικά