lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μοιράζω στα ρωσικά

Λέξη:
μοιράζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (13):
делить, отделять, подразделять, разводить, раздавать, разделить, разделять, разнять, разъединить, разъединять, распределить, распределять, расщеплять
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά μοιράζω, συνώνυμο μοιράζω, μοιράζω φυλλάδια, μοιράζω φιλιά στίχοι, μοιράζω φιλιά download, μοιράζω φιλιά, μοιράζω στα ρωσικά, делить στα ελληνικά
μοιράζω στα ρωσικά