lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μεραρχία στα φινλανδικά

Λέξη:
μεραρχία (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (17):
divisioona, haarakonttori, haaraliike, jakaminen, jakelu, jako, jakolasku, jakso, jaosto, joukko, joukkue, lokero, loma, lääni, osasto, väli, väliaika
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά μεραρχία, μεραρχία τζούλια, μεραρχία ρόδου, μεραρχία πινερόλο, μεραρχία κρητών, μεραρχία καβάλας, μεραρχία στα φινλανδικά, divisioona στα ελληνικά
μεραρχία στα φινλανδικά