lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποθήκη στα ουγγρική

Λέξη:
αποθήκη (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (8):
bolt, raktár, tölténytár, alkotás, alkotmány, kompozíció, összetétel, szedés
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική αποθήκη, αποθήκη τροφίμων, αποθήκη στα αγγλικά, αποθήκη παπούτσια, αποθήκη κομμένου, αποθήκη καλλυντικών, αποθήκη στα ουγγρική, bolt στα ελληνικά
αποθήκη στα ουγγρική