lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποθήκη στα γερμανικά

Λέξη:
αποθήκη (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (22):
ablage, aufbewahrung, bestand, depot, geschäft, komposition, konstitution, laden, lager, lagerbestand, lagerhaus, lagerraum, magazin, masse, speicher, stapel, stapelläufe, vorrat, vorratskammer, vorratsraum, zeitschrift, zusammensetzung
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά αποθήκη, αποθήκη τροφίμων, αποθήκη στα αγγλικά, αποθήκη παπούτσια, αποθήκη κομμένου, αποθήκη καλλυντικών, αποθήκη στα γερμανικά, ablage στα ελληνικά
αποθήκη στα γερμανικά