lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποθήκη στα δανική

Λέξη:
αποθήκη (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (10):
butik, depot, forfatning, forretning, forråd, lager, magasin, remise, tidsskrift, varehus
Σχετικές λέξεις:
δανική αποθήκη, αποθήκη τροφίμων, αποθήκη στα αγγλικά, αποθήκη παπούτσια, αποθήκη κομμένου, αποθήκη καλλυντικών, αποθήκη στα δανική, butik στα ελληνικά
αποθήκη στα δανική