lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποθήκη στα πορτογαλικά

Λέξη:
αποθήκη (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (9):
armazém, depósito, loja, revista, venda, acervo, bodega, composição, compostura
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αποθήκη, αποθήκη τροφίμων, αποθήκη στα αγγλικά, αποθήκη παπούτσια, αποθήκη κομμένου, αποθήκη καλλυντικών, αποθήκη στα πορτογαλικά, armazém στα ελληνικά
αποθήκη στα πορτογαλικά