lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πορτοφόλι στα ουγγρική

Λέξη:
πορτοφόλι (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (9):
levéltárca, pénztárca, erszény, szatyor, táska, zsák, hajszálkereszt, tarisznya, zacskó
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική πορτοφόλι, πορτοφόλι ονειροκρίτης, πορτοφόλι γυναικείο, πορτοφόλι ανδρικό, πορτοφόλι louis vuitton, πορτοφόλι kem, πορτοφόλι στα ουγγρική, levéltárca στα ελληνικά
πορτοφόλι στα ουγγρική