lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πορτοφόλι στα λευκορωσίας

Λέξη:
πορτοφόλι (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (7):
бумажнік, папернік, кайстра, мяшок, ранец, сумка, торба
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας πορτοφόλι, πορτοφόλι ονειροκρίτης, πορτοφόλι γυναικείο, πορτοφόλι ανδρικό, πορτοφόλι louis vuitton, πορτοφόλι kem, πορτοφόλι στα λευκορωσίας, бумажнік στα ελληνικά
πορτοφόλι στα λευκορωσίας