lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πορτοφόλι στα δανική

Λέξη:
πορτοφόλι (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (10):
bag, børs, håndvaske, kasse, pengepung, portefølje, pose, pung, taske, tegnebog
Σχετικές λέξεις:
δανική πορτοφόλι, πορτοφόλι ονειροκρίτης, πορτοφόλι γυναικείο, πορτοφόλι ανδρικό, πορτοφόλι louis vuitton, πορτοφόλι kem, πορτοφόλι στα δανική, bag στα ελληνικά
πορτοφόλι στα δανική