lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πορτοφόλι στα ρωσικά

Λέξη:
πορτοφόλι (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (10):
кошелек, мошна, бумажник, кошелёк, портмоне, корзина, мешок, сумка, сетка, сумочка
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά πορτοφόλι, πορτοφόλι ονειροκρίτης, πορτοφόλι γυναικείο, πορτοφόλι ανδρικό, πορτοφόλι louis vuitton, πορτοφόλι kem, πορτοφόλι στα ρωσικά, кошелек στα ελληνικά
πορτοφόλι στα ρωσικά