lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δυσφημώ στα ουκρανικά

Λέξη:
δυσφημώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (5):
злословити, очорняти, скандалізуйте, нахил, обмовляти
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά δυσφημώ, δυσφημώ μετάφραση, δυσφημώ ή δυσφημίζω, δυσφημώ στα ουκρανικά, злословити στα ελληνικά
δυσφημώ στα ουκρανικά