lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δυσφημώ στα λευκορωσίας

Λέξη:
δυσφημώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (6):
абгаворваць, абняслаўліваць, зласловіць, пляміць, чарніць, паклёпнічаць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας δυσφημώ, δυσφημώ μετάφραση, δυσφημώ ή δυσφημίζω, δυσφημώ στα λευκορωσίας, абгаворваць στα ελληνικά
δυσφημώ στα λευκορωσίας