lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δυσφημώ στα ρωσικά

Λέξη:
δυσφημώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (8):
злословить, клеветать, очернять, порочить, обесчестить, оклеветать, опорочить, ославить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά δυσφημώ, δυσφημώ μετάφραση, δυσφημώ ή δυσφημίζω, δυσφημώ στα ρωσικά, злословить στα ελληνικά
δυσφημώ στα ρωσικά