lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δυσφημώ στα τσεχική

Λέξη:
δυσφημώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (9):
hanobit, očernit, osočit, pomlouvat, pomluvit, rozkřičet, špinit, zostudit, kritizovat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική δυσφημώ, δυσφημώ μετάφραση, δυσφημώ ή δυσφημίζω, δυσφημώ στα τσεχική, hanobit στα ελληνικά
δυσφημώ στα τσεχική