lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δυσφημώ στα πολωνική

Λέξη:
δυσφημώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (4):
oczerniać, szkalować, zniesławiać, zniesławić
Σχετικές λέξεις:
πολωνική δυσφημώ, δυσφημώ μετάφραση, δυσφημώ ή δυσφημίζω, δυσφημώ στα πολωνική, oczerniać στα ελληνικά
δυσφημώ στα πολωνική