lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: απαγόρευση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ban, banning, bar, inhibit, inhibition, injunction, interdict, interdiction, prohibition, proscription, suppression, taboo, veto
απαγόρευση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
inhibice, prohibice, zábrana, zákaz, útlum
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sperrbaum, sperre, verbot
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
embargo, forbud
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
interdicción, progreso, prohibición
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
défense, embargo, inhibition, interdiction, prohibition
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
divieto, interdizione, proibizione
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
embargo, forbud, hemning
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
запрет, запрещение
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
embargo, förbud
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
забрана, запрещение
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
забарона
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
keeld
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
epääminen, kielto, kieltäminen
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zabrana
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
eltiltás, szesztilalom, tilalom
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
interdiriam, veto
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
interzis
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
zákaz
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заборона, позбавлення, чари
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
zakaz

Σχετικές λέξεις

απαγόρευση καπνίσματος 2014, απαγόρευση καπνίσματος, απαγόρευση πλειστηριασμών 2014, απαγόρευση πλειστηριασμών, απαγόρευση εξόδου από τη χώρα για χρέη στο δημόσιο, απαγόρευση αλιείας μπακαλιάρου, απαγόρευση λατινικά, απαγόρευση συγκεντρώσεων αύριο, απαγόρευση απόπλου, απαγόρευση προσλήψεων λόγω εκλογών