lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βασιλεύω στα αγγλικά

Λέξη:
βασιλεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (13):
authority, boss, command, control, dominate, govern, manage, obtain, predominate, reign, rule, sway, wield
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά βασιλεύω, βασιλεύω στα αγγλικά, authority στα ελληνικά
βασιλεύω στα αγγλικά