lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βασιλεύω στα ιταλικά

Λέξη:
βασιλεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (8):
dominare, governare, padroneggiare, predominare, regnare, vigilare, maneggiare, reggere
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά βασιλεύω, βασιλεύω στα ιταλικά, dominare στα ελληνικά
βασιλεύω στα ιταλικά