lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βασιλεύω στα ρωσικά

Λέξη:
βασιλεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (8):
властвовать, господствовать, править, управлять, царить, царствовать, владеть, руководить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά βασιλεύω, βασιλεύω στα ρωσικά, властвовать στα ελληνικά
βασιλεύω στα ρωσικά