lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βασιλεύω στα σουηδικά

Λέξη:
βασιλεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (11):
behärska, dominera, härska, härskare, kontroll, linjal, regel, regera, regering, råda, styra
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά βασιλεύω, βασιλεύω στα σουηδικά, behärska στα ελληνικά
βασιλεύω στα σουηδικά