lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βασιλεύω στα πολωνική

Λέξη:
βασιλεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (3):
panować, rządzić, władać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική βασιλεύω, βασιλεύω στα πολωνική, panować στα ελληνικά
βασιλεύω στα πολωνική