lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βασιλεύω στα δανική

Λέξη:
βασιλεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (9):
beherske, dominere, herske, rå, regere, styre, bestyre, hærskare, regel
Σχετικές λέξεις:
δανική βασιλεύω, βασιλεύω στα δανική, beherske στα ελληνικά
βασιλεύω στα δανική