lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βασιλεύω στα νορβηγικά

Λέξη:
βασιλεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (15):
beherska, beherske, bestyre, dominere, eie, herske, hærskare, kontroll, linjal, regel, regjere, rå, råda, styra, styre
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά βασιλεύω, βασιλεύω στα νορβηγικά, beherska στα ελληνικά
βασιλεύω στα νορβηγικά