lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαβεβαιώνω στα γαλλικά

Λέξη:
διαβεβαιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (11):
accuser, attester, certifier, confirmer, constater, corroborer, prouver, sceller, vérifier, édifier, établir
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά διαβεβαιώνω, διαβεβαιώνω συνώνυμα, διαβεβαιώνω μεταφραση, διαβεβαιώνω english, διαβεβαιώνω στα γαλλικά, accuser στα ελληνικά
διαβεβαιώνω στα γαλλικά