lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαβεβαιώνω στα ιταλικά

Λέξη:
διαβεβαιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (12):
accertare, affermare, appurare, attestare, avvalorare, certificare, confermare, constatare, dimostrare, giurare, provare, verificare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά διαβεβαιώνω, διαβεβαιώνω συνώνυμα, διαβεβαιώνω μεταφραση, διαβεβαιώνω english, διαβεβαιώνω στα ιταλικά, accertare στα ελληνικά
διαβεβαιώνω στα ιταλικά